-
1 выключать
выключать, выключить δια κόπτω· \выключать свет σβήνω το φως· \выключать ток κόβω το ηλεκτρικό· \выключать телефон αποσυνδέω το τηλέφωνο' \выключать радио κλείνω το ραδιόφωνο* * *= выключитьвыключа́ть свет — σβήνω το φως
выключа́ть ток — κόβω το ηλεκτρικό
выключа́ть телефо́н — αποσυνδέω το τηλέφωνο
выключа́ть ра́дио — κλείνω το ραδιόφωνο
-
2 выключать
выключатьнесов (газ, свет и т. п.) διακόπτω, ἀποσυνδέω:\выключать ток κόβω τό ἡλεκτρικό ρεύμα· \выключать радио κλείνω τό ραδιόφωνο· \выключать телефон ἀποσυνδέω τό τηλέφωνο· \выключать мото́р σβύνω (или σταματώ) τό μοτέρ.
См. также в других словарях:
νυστέρι — Χειρουργικό μαχαιρίδιο που χρησιμοποιείται για την τομή των ιστών. Μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα αρχαιότερα ιατρικά εργαλεία είναι γνωστές ακριβείς περιγραφές του από τη χειρουργική των αρχαίων Ελλήνων και των Ινδών. Ν. βρέθηκαν και στις… … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek